-
1 ἐπ-αρκέω
ἐπ-αρκέω (s. ἀρκέω), 1) helfen, b eist eben, unterstützen, Theogn. 821; vgl. Buttm. Lexil. II p. 251; τίς ἄρα ῥύσεται; τίς ἄρ' ἐπαρκέσει ϑεῶν; Aesch. Spt. 92; φίλοις Eur. Hec. 958; ϑεὸς ἐπήρκεσε Her. 1, 91; τινί, Lys. 13, 93; τοῖς δεομένοις Ar. Plut. 830; Plat. Rep. III, 393 e, für das hom. χραισμεῖν gesetzt; abweichend ποιμένων ἐπαρκέσοντα Soph. Ai. 360; mit dem acc. der Person, Eur. Or. 793; – τινί τι, Jemandem Etwas abwehren, οὐδέ τί οἱ τόγ' ἐπήρκεσε λυγρὸν ὄλεϑρον Il. 2, 873; οὔτε τι Τηλέμαχος τόγ' ἐπήρκεσεν, wehrte es nicht ab, Od. 17, 568; κακότητα Ap. Rh. 2, 1163; οὐδὲν γὰρ αὐτῷ τοῦτ' ἐπαρκέσει τὸ μὴ οὐ πεσεῖν, es wird ihm nicht dagegen helfen, daß er fällt, Aesch. Prom. 920. – 2) gewähren, darreichen; ἄκος Aesch. Ag. 1143; Pind. N. 6, 62; ξένια δοῦναι καὶ πέπλοις ἐπαρκέσαι, damit aushelfen, Eur. Cycl. 301; ἀλληλοφϑοριῶν διαφυγὰς αὐτοῖς Plat. Prot. 321 a; Xen. Conv. 4, 43 u. Folgde; τινί τινος, Einem wovon mittheilen, Xen. Mem. 1, 2, 60; Arist. Eth. 9, 2. – 3) intr., hinreichen; δήμῳ ἔδωκα τόσον κράτος, ὅσον ἐπαρκεῖ Plut. Sol. 18; ἐπαρκέσει νόμος ὅδε, das Gesetz wird fortbestehen, Soph. Ant. 608.
-
2 επαρκεω
1) приходить на (оказывать) помощь, помогатьοὐδὲν αὐτῷ ταῦτ΄ ἐπαρκέσει τὸ μέ οὐ πεσεῖν Aesch. — ничто не спасет его от падения;ἐ. τινι πρὸς ἀλυπίαν Plut. — утешить чью-л. печаль2) уделять, доставлять, давать(τινί τι Plat. и τινί τινος Xen., Arst.)
πέπλοις ἐπαρκέσαι Eur. — снабдить одеждой;ἄκος ἐ. Aesch. — давать средство (спасения)3) (пред)отвращать(τι Hom.)
ἐ. τινι ὄλεθρον Hom. — помешать чьей-л. гибели4) быть достаточнымὅσον ἐπαρκεῖ Plut. — сколько нужно
5) быть в силеκαὴ τὸ μέλλον ἐπαρκέσει (v. l. ἐπικρατεῖ) νόμος ὅδε Soph. — этот закон сохранит свою силу и впредь
См. также в других словарях:
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Νέα Ζηλανδία — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, στον Ειρηνικό ωκεανό, κάτω από τον Τροπικό του Αιγόκερω, ΝΑ της Αυστραλίας.Την επικράτεια της Ν. Ζ. απαρτίζουν τα δύο μεγαλύτερα νησιά (βόρειο νησί και νότιο νησί), το μικρό νησί Στιούαρτ και πολλά μικρότερα νησιά.… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
διατροφή — I Η παροχή τροφής και μέσων συντήρησης· ο επισιτισμός πληθυσμών· το σύνολο των βιοτικών αναγκών. Η δ. αναφέρεται γενικά στο σύνολο των ουσιών που προσλαμβάνει ο οργανισμός με τη μορφή τροφής. Οι ουσίες αυτές, πέρα από το ότι παρέχουν τις… … Dictionary of Greek
Τόγκο — Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει με τη Μπουρκίνα Φάσοστα βόρεια, με τη Γκάνα στα δυτικά και με το Μπενίν στα ανατολικά.Tο Tόγκο είναι μια στενή λωρίδα που βρίσκεται ανάμεσα στην Γκάνα, στην Mπουρκίνα Φάσο και στο Mπενίν. Στην ακτή έχει… … Dictionary of Greek